τετρώρυγος
From LSJ
English (LSJ)
τετρώρυγον, = τετρόργυιος, X.Cyn.2.5; cf. δι-, δεκ-ώρυγος.
Greek (Liddell-Scott)
τετρώρυγος: -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.
Greek Monolingual
-ον, Α
τετρόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά (πρβλ. πεντώρυγος)].
Greek Monotonic
τετρώρῠγος: -ον, = τετρόργυιος, σε Ξεν.
Middle Liddell
τετρ-ώρυγος, ον, = τετρόργυιος, Xen.]