ὁ,
A = τρόμος, Hp.Morb.1.24 (cod. θ), Erot.; cf. τέτρομος.
ὁ, Ατρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τραμ- του θ. τρεμ- του ρ. τρέμω και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό τε- (πρβλ. τέ-τανος)].