Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τραμ

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. τεχνολ. κοινή ονομασία μεταφορικού συστήματος απαρτιζόμενου από τροχοφόρα οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές εγκιβωτισμένες σε ιδιαίτερο κατάστρωμα αποκλειστικής χρήσης, ο τροχιόδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tram πιθ. < μτγν. γερμ. traam «δοκός, χερούλι χειράμαξας, καροτσιού»].