τραμ

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. τεχνολ. κοινή ονομασία μεταφορικού συστήματος απαρτιζόμενου από τροχοφόρα οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές εγκιβωτισμένες σε ιδιαίτερο κατάστρωμα αποκλειστικής χρήσης, ο τροχιόδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tram πιθ. < μτγν. γερμ. traam «δοκός, χερούλι χειράμαξας, καροτσιού»].