τληκαρδίως

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

τληκαρδίως: Ἐπίρρ., = τλησικαρδίως, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 148, ἴδε τλησικάρδιος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. με ισχυρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + καρδία, πιθ. μέσω αμάρτυρου τληκάρδιος].