τοιχωρυχώ

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τοιχωρυχῶ, -έω, ΝΑ τοιχωρύχος
είμαι τυχωρύχος («ὁ δὲ λωποδυτεῑ γε νὴ Δί', ὁ δὲ τοιχωρυχεῑ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα για να διαπράξω κλοπή.