τοπογραμματεία

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ,

   A office of τοπογραμματεύς, PTeb.24.66 (ii B.C.), PSI1.101.16 (ii A. D.), etc.

Greek Monolingual

ἡ, Α τοπογραμματεύς
το αξίωμα του τοπογραμματέως.