τοπογραμματεύς

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπογραμμᾰτεύς Medium diacritics: τοπογραμματεύς Low diacritics: τοπογραμματεύς Capitals: ΤΟΠΟΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
Transliteration A: topogrammateús Transliteration B: topogrammateus Transliteration C: topogrammateys Beta Code: topogrammateu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, secretary of a τόπος (v. τοπάρχης), an Egyptian official, PPetr.3p.71 (iii B.C.), PTeb.27.2, al. (ii B. C.), OGI665.31, 666.14 (both i A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, der Ortsschreiber, eine ägyptische Obrigkeit, Inscr. bei Böckh über eine ägyptische Urkunde auf Papyrus p. 18.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογραμμᾰτεύς: έως, ὁ γραμματεὺς τόπου (ἴδε τοπάρχης), Αἰγύπτιός τις ἄρχων ἢ πολιτκὸς ὑπάλληλος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 14., 4956. 32.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πολιτικός ανώτερος αξιωματούχος τόπου, περιοχής στην Αίγυπτο, τοπάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + γραμματεύς.