τραχηλάς
Greek Monolingual
ο / τραχηλᾶς, ΝΜ
(ως προσωνυμία του Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο
μσν.
σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -άς (πρβλ. κεφαλ-άς, μαγουλ-άς)].
ο / τραχηλᾶς, ΝΜ
(ως προσωνυμία του Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο
μσν.
σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -άς (πρβλ. κεφαλ-άς, μαγουλ-άς)].