σκώπτης
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
σκώπτου, ὁ, scoffer, Archig. ap. Aët.6.8, EM593.7, Suid.
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, Nachäffer, der Andere durch Nachäffen verhöhnt, gew. Spötter, Spaßmacher, Suid. erkl. λοίδορος.
Greek (Liddell-Scott)
σκώπτης: -ου, ὁ, (σκώπτω) ὁ σκώπτων, λέγων ἀστεῖα καὶ πειράζων ἢ περιπαίζων, Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑ
αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ- του σκώπτω + κατάλ. -της / -τρια].