τίρ: κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων ἀντὶ τίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 7, πρβλ. τοῖρ.
Α(λακων. και ηλειακός τ.) βλ. τίς.