Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηλειακός

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἠλ(ε)ιακός, -ή, -όν) Ηλεία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ήλιδα
αρχ.
φρ.
1. «ἠλειακή σχολή» — φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον Σωκρατικό Φαίδωνα τον Ηλείο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἠλειακοί
οι μαθητές και οπαδοί του Σωκρατικού φιλοσόφου Φαίδωνος.