τρικέρατος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκέρατος: -ον, ὁ ἔχων τρία κέρατα, Achmes Ὀνειροκρ. 238· οὕτω τρίκερως, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρικέρατος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία κέρατα, τρίκερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κέρατος (< κερας, -ατος), πρβλ. τετρα-κέρατος].