τρικέρατος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκέρατος: -ον, ὁ ἔχων τρία κέρατα, Achmes Ὀνειροκρ. 238· οὕτω τρίκερως, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρικέρατος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία κέρατα, τρίκερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κέρατος (< κερας, -ατος), πρβλ. τετρακέρατος].