-η, -ο / τρίφωτος, -ον, ΝΜνεοελλ.1. αυτός που έχει τρία φώτα2. το ουδ. ως ουσ. το τρίφωτοφωτιστικό με τρεις λαμπτήρεςμσν.τριλαμπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. τρισσό-φωτος].