τρῦσις

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

εως, ἡ, (τρύω)

   A = νόσος, πόνος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦσις: ἡ, (τρύω) τὸ κατατρύχεσθαι, καταπόνησις, ἐξάντλησις, κακοπάθεια, «τρῦσις· νόσος, πόνος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α τρύω
(κατά τον Ησύχ.) καταπόνηση, ταλαιπωρία ή αρρώστια.