τρῦσις

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦσις Medium diacritics: τρῦσις Low diacritics: τρύσις Capitals: ΤΡΥΣΙΣ
Transliteration A: trŷsis Transliteration B: trysis Transliteration C: trysis Beta Code: tru=sis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (τρύω) = νόσος, πόνος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦσις: ἡ, (τρύω) τὸ κατατρύχεσθαι, καταπόνησις, ἐξάντλησις, κακοπάθεια, «τρῦσις· νόσος, πόνος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α τρύω
(κατά τον Ησύχ.) καταπόνηση, ταλαιπωρία ή αρρώστια.

German (Pape)

ἡ, eigtl. Abreibung, dah. Erschöpfung, Ermattung, Plage, Hesych. erkl. πόνος, νόσος.