τρῐχοβάπτης: -ου, ὁ, βαφεὺς τριχῶν, ἢ σὺ δοκεῖς τοὺς τριχοβάπτας ἐρασμιωτέρους ἂν ἀποφῆναι τὰς τρίχας ἀνδρὸς Ἕλληνος; Συνέσ. 86Β.
ὁ, Μβαφέας τριχών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + βάπτης (< βάπτω «βάφω»)].