βάπτης
From LSJ
English (LSJ)
βάπτου, ὁ, dipper, bather: in plural of those who celebrated the mysteries of Cotytto; title of play by Eupolis, cf. Luc.Ind.27, Sch. Juv.2.91.
German (Pape)
[Seite 431] ὁ, Wäscher, Priester der Kotytto, nach denen Eupol. ein Stück βάπται benannte, Mein. I p. 123.
Greek (Liddell-Scott)
βάπτης: -ου, ὁ, ὁ βάπτων ἢ βυθίζων· - οἱ βάπται ἦσαν ἱερεῖς τινες τῆς Κοτυττοῦς, ἴσως οὕτω καλούμενοι ἐπειδὴ ἔβαπτον τὴν κόμην αὐτῶν· ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. σ. 119, κἑξ.
Greek Monolingual
βάπτης, ο (Α) βάπτω
1. ο βαφέας, αυτός που ασχολείται με τη βαφή
2. πληθ. οι Βάπται
οι λάτρεις της θεάς Κότυος ή Κοττυτούς στη Θράκη.