τυλιγάδι
Greek Monolingual
το, Ν
1. εργαλείο αποτελούμενο από ξύλινη διχαλωτή στο ένα της άκρο ράβδο, η οποία στο άλλο άκρο έχει μικρό κάθετο πάσσαλο και γύρω από την οποία τυλίγουν οι υφάντριες το νήμα και το κάνουν κούκλες, δέσμες
2. είδος παρασιτικού σκουληκιού της ελιάς
3. (ποιητ.) πάπυρος τυλιγμένος σε κύλινδρο («κρατάν και σφίγουν τυλιγάδια και βιβλία», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυλίγω + κατάλ. -άδι (πρβλ. ψεγ-άδι)].