τρύφαξ

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A a wanton, debauchee, Hippod. ap. Stob.4.1.95.

German (Pape)

[Seite 1156] ακος, ὁ, ein Schwelger, Hippodam. bei Stob. flor. 43, 94.

Greek (Liddell-Scott)

τρύφαξ: -ακος, ὁ δεδομένος εἰς τρυφάς, τρυφηλός, φιλάδονοι καὶ τρύφακες Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 250. 22.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
τρυφηλός, μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. στόμφ-αξ, χαύν-αξ)].