τρύφαξ
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, a wanton, debauchee, Hippod. ap. Stob.4.1.95.
German (Pape)
[Seite 1156] ακος, ὁ, ein Schwelger, Hippodam. bei Stob. flor. 43, 94.
Greek (Liddell-Scott)
τρύφαξ: -ακος, ὁ δεδομένος εἰς τρυφάς, τρυφηλός, φιλάδονοι καὶ τρύφακες Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 250. 22.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
τρυφηλός, μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. στόμφαξ, χαύναξ)].