τρωγλοδύτις

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

   A v. τρωγλῖτις.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
τρωγλῑτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης + κατάλ. -ις, -ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)].