τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Full diacritics: τρωγλοδύτις | Medium diacritics: τρωγλοδύτις | Low diacritics: τρωγλοδύτις | Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΙΣ |
Transliteration A: trōglodýtis | Transliteration B: trōglodytis | Transliteration C: troglodytis | Beta Code: trwglodu/tis |
v. τρωγλῖτις.
-ιδος, ἡ, Α
τρωγλῖτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης + κατάλ. -ις, -ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)].
ἡ, = τρωγλῖτις, Sp.