τρωγλοδύτις

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλοδύτις Medium diacritics: τρωγλοδύτις Low diacritics: τρωγλοδύτις Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΙΣ
Transliteration A: trōglodýtis Transliteration B: trōglodytis Transliteration C: troglodytis Beta Code: trwglodu/tis

English (LSJ)

v. τρωγλῖτις.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
τρωγλῖτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης + κατάλ. -ις, -ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)].

German (Pape)

ἡ, = τρωγλῖτις, Sp.