τύπης

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A striker, Hsch., Theognost. Can.24.

German (Pape)

[Seite 1162] ὁ, erkl. Hesych. πλήκτης.

Greek (Liddell-Scott)

τύπης: -ου, ὁ, ὁ τύπτων, κτυπῶν, «τύπης· πλήκτης» Ἡσύχ., Θεογνώστ. Κανόν. 24. 30, Ζωναρ. 1754.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) αυτός που χτυπά κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -ης. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τύπ-της (< τύπτω)].