τύπης

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπης Medium diacritics: τύπης Low diacritics: τύπης Capitals: ΤΥΠΗΣ
Transliteration A: týpēs Transliteration B: typēs Transliteration C: typis Beta Code: tu/phs

English (LSJ)

τύπου, ὁ, striker, Hsch., Theognost. Can.24.

German (Pape)

[Seite 1162] ὁ, erkl. Hesych. πλήκτης.

Greek (Liddell-Scott)

τύπης: -ου, ὁ, ὁ τύπτων, κτυπῶν, «τύπης· πλήκτης» Ἡσύχ., Θεογνώστ. Κανόν. 24. 30, Ζωναρ. 1754.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) αυτός που χτυπά κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -ης. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τύπ-της (< τύπτω)].