-ον, Μαυτός που είναι τόσο τεντωμένος ώστε να μπορεί κανείς να τον χτυπήσει σαν τύμπανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -κρουστος (< κρούω), πρβλ. ἄ-κρουστος].