τσιγαροθήκη

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λόγιος τ. σιγαροθήκη, η, Ν
θήκη τσιγάρων, ταμπακιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο / σιγάρο(ν) + θήκη. Ο τ. σιγαροθήκη μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].