ταμπακιέρα
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Greek Monolingual
και ταμπακέρα και ταμβακέρα, η, Ν
1. θήκη για ταμπάκο, καπνοσακούλα, ταμπακοθήκη
2. θήκη για τσιγάρα, τσιγαροθήκη
3. μτφ. η ουσία, το κύριο περιεχόμενο και οι πραγματικές διαστάσεις μιας υπόθεσης («και πάλι ο κ. συνάδελφος δεν είπε τίποτε για την ταμπακέρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabacchiera (βλ. και λ. ταμπάκος)].