υδρωπιώδης
Greek Monolingual
-ώδες, Α ὕδρωψ, -ωπος]
1. αυτός που παρουσιάζει τα συμπτώματα της νόσου ύδρωπας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπιῶδες
ο ύδρωπας.
-ώδες, Α ὕδρωψ, -ωπος]
1. αυτός που παρουσιάζει τα συμπτώματα της νόσου ύδρωπας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπιῶδες
ο ύδρωπας.