ὕδρωψ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ὕδρωπος, ὁ, (ὕδωρ)
A dropsy, Hp.Aph.3.22 (pl.), IG42(1).122.1, 123.33 (Epid., iv B. C.), Epicur.Fr.190, Sor.2.37, etc.; ὕ. ξηρός Hp.Aph.4.11; he distinguishes two kinds, ὁ ὑποσαρκίδιος (v.l. ὑπὸ τῇ σαρκί) and ὁ μετ' ἐμφυσημάτων, Acut.(Sp.) 52.
2 ὕ, εἰς ἀμίδα diabetes, Gal.7.81.
3 any watery discharge, e.g. discharge before parturition, Arist.HA587a6, Cleophant. ap. Sor.2.53; cf. πρόφορος ΙΙ.
II a dropsical person, Hp.Int.47 (dub. 1.), Epid.2.5.13—in which sense Dsc. ap. Gal.19.148 read ὑδρώψ (oxyt.).
III one of the four humours, aqueous humour, Hp.Morb.4.32, al.
French (Bailly abrégé)
1ὕδρωπος (ὁ) :
1 hydropisie;
2 amas d'eau qui s'écoule avant la sortie du fœtus.
Étymologie: ὕδωρ.
2ωπος (ὁ, ἡ)
hydropique.
Étymologie: ὕδωρ.
German (Pape)
ὕδρωπος, auch οπος, ὁ,
1 Wassersucht, Hippocr. und a. Medic.
2 jede unreine Flüssigkeit; Hippocr.; Arist. H.A. 7.9.
3 der Wassersüchtige, in welcher Bdtg genauere Gramm. ὑδρώψ betonen wollen.
Russian (Dvoretsky)
ὕδρωψ: ὕδρωπος ὁ
1 мед. водянка Arst.;
2 физиол. околоплодные воды Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρωψ: ὕδρωπος, ὁ· (ὕδωρ)· - ἡ νόσος «ὑδρωπίασις», ἄλλως ὕδερος, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ξηρὸς αὐτόθι 1249· ὁ Ἱππ. διακρίνει δύο εἴδη, τὸν ὑποσαρκίδιον καὶ τὸν μετ’ ἐμφυσήματος, πρβλ. Foës. Oecon. 2) ὕδ. εἰς ἀμίδα, ἡ νόσος ἡ καλουμένη ὡσαύτως διαβήτης Γαλην. 3) πᾶσα ὑδατώδης ἔκρυσις ἢ ῥοή, οἷον ἡ πρὸ τοῦ τοκετοῦ ῥύσις τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 4· πρβλ. πρόσφορος ΙΙ. ΙΙ. ἄνθρωπος πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. 557. 50., 1046Β· - κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582 «ὕδρωψ. Διοσκ. ἐν δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὀξυτόνως ἀναγινώσκει, καὶ δηλοῦσθαί φησι τὸν ὑδρωποειδῆ», ὁ Schneid. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ὕδωρ ἄνευ τινὸς συνθέσεως πρὸς τὸ ὕδωρ πρβλ. αἱμάλωψ, θυμάλωψ, κτλ.· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 409).
Greek Monotonic
ὕδρωψ: ὕδρωπος, ὁ (ὕδωρ),
I. υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα·
II. υδρωπικός, οιδηματώδης, αυτός που πάσχει από υδρωπικία.
Middle Liddell
ὕδρωψ, ὕδρωπος, ὕδωρ
I. dropsy.
II. a dropsical person.
Mantoulidis Etymological
ὕδρωπος ὁ (=ὑδρωπικία, εἶδος δηλ. ἀσθένειας). Ἀπό τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
dropsy
Arabic: اِسْتِسْقَاء; Armenian: ջրգողություն; Bulgarian: воднянка; Czech: vodnatelnost; Dutch: waterzucht; French: hydropisie; German: Wassersucht; Greek: υδρωπικία; Ancient Greek: ὕδρωψ, ὕδερος; Maori: puku kōwhao; Old English: wætersēocnes, wæterādl; Polish: puchlina wodna, puchlina; Portuguese: hidropisia, tropesia; Russian: водянка; Serbo-Croatian Cyrillic: водена болест; Serbo-Croatian Roman: vodena bolest; Spanish: hidropesía; Tagalog: kalamayo; Telugu: ఉబ్బురోగము; Turkish: hidrops; Welsh: clwyf y dŵr, dropsi, dyfrglwyf