ὑδροφάντης

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A water-finder, Olymp. in Mete.99.21:—hence ὑδρο-φαντική (sc. τέχνη), ἡ, the art of discovering water, Gp.2.6.1; also ὑδρο-φαντικά, τά, ibid.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, der verborgenes Wasser entdeckt u. zum Brunnengraben anzeigt (?).

Greek Monolingual

ο / ὑδροφάντης, ΝΑ, και υδρυφάντης Ν
αυτός που ανακαλύπτει τις θέσεις υπόγειων υδάτων, υδροσκόπος
νεοελλ.
(μόνον ο τ. υδροφάντης) ζωολ. γένος μικρών ακάρεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φάντης (< φαίνω) πρβλ. ιερο-φάντης.