φάντης
From LSJ
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
English (LSJ)
φάντου, ὁ, = συκοφάντης (for which it is perhaps f.l.), Phot. s.v. ποταγωγίδες (pl.). φαντί, Dor. 3pl. pres. of φημί.
Greek (Liddell-Scott)
φάντης: -ου, ὁ, = συκοφάντης (ἀνθ’ οὗ ἴσως πλημμελῶς φέρεται) «ποταγωνίδες: φάνται, ἢ μηνυταὶ» Φώτ.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κατά τον Φώτ.) συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φάντης (πρβλ. ἱεροφάντης, συκοφάντης) < θ. φαν- του φαίνω].
(II)
ο, Ν
βλ. φάντες.