τυμπανιαίος

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
(κυρίως για πτώμα) διογκωμένος σαν τύμπανο.
επίρρ...
τυμπανιαίως
σαν με τυμπανοκρουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + κατάλ. -ιαίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1744 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].