τυμπανοκρουσία

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η κρούση του τύμπανου, τυμπανισμός
2. μτφ. θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση («η πρεμιέρα του θεατρικού έργου έγινε με τυμπανοκρουσίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].