ὑμνολογία

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ἡ,

   A hymn-singing, Sm.Jb.33.26.

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, Lobgesang, Chrysost.

Greek Monolingual

η / ὑμνολογία, ΝΜΑ ὑμνολόγος
νεοελλ.
1. εγκωμιασμός με ύμνους
2. μελέτη που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους
3. δοξολογία
4. εκκλ. το μάθημα της θεολογίας το οποίο εξετάζει την ιστορία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και τη λογοτεχνική και θεολογική αξία τών ύμνων
μσν.-αρχ.
εγκωμιαστικός ύμνος.