ὑμενήϊος

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, epith. of Dionysus, AP9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, Beiwort des Bacchus als eines Freudengottes, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 21).

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσωνυμία του Διονύσου ως θεού της χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑμήν, -ένος + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].