ὑμενήϊος

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμενήϊος Medium diacritics: ὑμενήϊος Low diacritics: υμενήϊος Capitals: ΥΜΕΝΗΪΟΣ
Transliteration A: hymenḗïos Transliteration B: hymenēios Transliteration C: ymeniios Beta Code: u(menh/i+os

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, epithet of Dionysus, AP9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, Beiwort des Bacchus als eines Freudengottes, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 21).

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσωνυμία του Διονύσου ως θεού της χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑμήν, -ένος + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].

Greek Monotonic

ὑμενήϊος: ὁ (Ὑμήν), επίθ. του Βάκχου, Διονύσου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμενήϊος: ου (ῠ) ὁ бракосочетающий (эпитет Диониса) Anth.