Adv.
A = ὑπέρμορον or ὑπὲρ μόρον (v. μόρος 1), Il.2.155.
[Seite 1198] adv., = ὑπέρμορον, Il. 2, 155.
c. ὑπέρμορον.
Αεπίρρ. ὑπέρμορον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρμορον, κατά τα επιρρ. σε -α].