ὑπέρμορον

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source

German (Pape)

[Seite 1198] adv., über das Geschick u. das Verhängniß hinaus, außer dem Verhängten, mehr als verhängt ist, von dem Unglück, welches sich der Mensch durch eigene Schuld zuzieht; Il. 21, 517; δείδω, μὴ καὶ τεῖχος ὑπέρμορον ἐξαλαπάξῃ 20, 30; Od. 1, 34 und sonst, von Wolf nach Aristarch überall in ein Wort geschrieben, getrennt bei Bekker; vgl. Nitzsch zur Od. a. a. O.; Eust. hat auch das adv. ὑπερμόρως gebildet.

French (Bailly abrégé)

adv.
contrairement aux arrêts du destin, malgré le destin.
Étymologie: ὑπέρ, μόρον.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρμορον: ὑπέρμορα, ἴδε μόρος Ι. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρμορα· ὑπὲρ τὸ δέον, ὑπὲρ τὸ καθῆκον».

English (Autenrieth)

beyond, i. e. against fate, adj. as adv., usually written separately ὑπὲρ μόρον.— Pl., ὑπέρμορα, with the same adverbial force, Il. 2.155.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πέρα από αυτό που έχει οριστεί από τη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη φρ. ὑπὲρ μόρον (< μόρος «μοίρα, πεπρωμένο»). Ο τ. απαντά και με τη γρφ. ὑπὲρ μόρον.

Greek Monotonic

ὑπέρμορον: ὑπέρμορα, βλ. μόρος.

Middle Liddell

[v. μόρος
ὑπὲρ μόρον.