ὑποδηματορράφος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

[ρᾰ], ὁ, (ῥάπτω)

   A shoemaker, Hdn.Gr.1.225, al., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδημᾰτορράφος: ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ὑποδήματα, Ἀρκάδ. 84, Συνέσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ἱστιο-ρράφος].