-ον, Μ1. λίγο κοίλος·2. κοίλος από κάτω («ὑπόκοιλος ἐν τῇ πέτρᾳ τόπος», Φωκ. Ιω.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κοῖλος.