ὑπόκοιλος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόκοιλος Medium diacritics: ὑπόκοιλος Low diacritics: υπόκοιλος Capitals: ΥΠΟΚΟΙΛΟΣ
Transliteration A: hypókoilos Transliteration B: hypokoilos Transliteration C: ypokoilos Beta Code: u(po/koilos

English (LSJ)

ὑπόκοιλον, slightly concave, Hp.VC13, Dsc.3.90, Ruf.Oss.18: Comp., -ότερον μέτωπον Arist.Phgn.809b21.

German (Pape)

[Seite 1221] etwas hohl, unterwärts hohl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκοιλος: -ον, κοῖλος ὑποκάτω, Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 305. πρβλ. κύλα.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. λίγο κοίλος·2. κοίλος από κάτωὑπόκοιλος ἐν τῇ πέτρᾳ τόπος», Φωκ. Ιω.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κοῖλος.