-άομαι, Α(ποιητ. τ.) αποθ.) μουκανίζω, μουγκρίζω απαντώντας σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μυκῶμαι «μουγκρίζω, μουκανίζω»].