ὑποσκαλεύω

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

   A stir up, τὸ πῦρ Ar.Ach.1014.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκᾰλεύω: σκαλεύω, σκαλίζω κάτωθεν, τὸ πῦρ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1014.

French (Bailly abrégé)

remuer avec une pelle ; πῦρ, attiser du feu.
Étymologie: ὑπό, σκαλεύω.

Greek Monolingual

Α
σκαλίζω κάτι λίγο ή αποκάτω («τὸ πῡρ ὑποσκάλευε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκαλεύω «ανασκαλεύω, ανακινώ»].