-ον, ΜΑυποψήφιοςμσν.εκκλ. αυτός που προορίζεται για ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. σύμ-ψηφος)].