υφάδι

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / ὑφάδιον, ΝΜΑ, και φάδι ΝΜ
το σύνολο νημάτων ενός υφάσματος που είναι κάθετα προς την ούγια του και προς τα νήματα του στημονιού, αλλ. κρόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφη + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κοπ-άδιον). Ο τ. φάδι, με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-].