ούγια

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

Greek Monolingual

και γούια και νούγια, η
παρυφή υφάσματος, άκρη πανιού στην οποία αναγράφεται συνήθως αποτυπωμένη ή υφασμένη η προέλευση και η σύστασή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οὔϊα < οὔα < αρχ. ᾤα, ασυναίρ. ὠΐα «προβιά» (< ὄϊς «πρόβατο»). Ο τ. νούγια έχει σχηματιστεί από συμπροφορά του άρθρου την με τη λ. ούγια].