φάσκωλον

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

German (Pape)

[Seite 1258] τό, = Folgdm, Lys. bei Harpocr.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φάσκωλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φάσκωλος με αλλαγή γένους].