φάσκωλον
German (Pape)
[Seite 1258] τό, = Folgdm, Lys. bei Harpocr.
Greek Monolingual
τὸ, Α
φάσκωλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φάσκωλος με αλλαγή γένους].
[Seite 1258] τό, = Folgdm, Lys. bei Harpocr.
τὸ, Α
φάσκωλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φάσκωλος με αλλαγή γένους].