φιλάρεσκος

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που επιθυμεί να αρέσει, που επιδιώκει να φαίνεται ωραίος, κοκέτης
2. αυτός που ενέχει φιλαρέσκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + αρέσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].