κοκέτης

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοκέτα
1. φιλάρεσκος
2. αυτός που ερωτοτροπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquet, coquette (< ρ. coqueter «κοκορεύομαι»)].